πολυμελής — with many members masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει πολλά μέλη: Πολυμελής οικογένεια. – Πολυμελής επιτροπή. – Πολυμελής αντιπροσωπία κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμελές — πολυμελής with many members masc/fem voc sg πολυμελής with many members neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμελῶς — πολυμελής with many members adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] … Dictionary of Greek
ασκέρι — το (Μ ἀσκέρι) 1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου 2. μτφ. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. asker «στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
δρακοφαμελιά — η 1. οικογένεια δράκων 2. (για ανθρώπους) πολυμελής οικογένεια … Dictionary of Greek
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek